υφαντής

υφαντής
ο
θηλ. υφάντρια και υφάντρα και φάντρα και ανυφάντρα τεχνίτης ειδικός στην υφαντική (βλ. λ.), ο ανυφαντής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑφάντης — weaver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφάντης — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και …   Dictionary of Greek

  • υφαντής — (textor). Γένος πτηνών της οικογένειας των Πλοκειδών. Περιλαμβάνει μικρόσωμα ή μεγαλόσωμα πουλιά με παχύ ράμφος μακρουλό και κωνικό. Τα φτερά και η ουρά του είναι μέτρια και καταλήγουν σε στρογγυλοειδή άκρα, τα δε πόδια τους είναι αρκετά ψηλά και …   Dictionary of Greek

  • ὑφαντῆς — ὑφαντός woven fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάνται — ὑφάντης weaver masc nom/voc pl ὑφάντᾱͅ , ὑφάντης weaver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαντῶν — ὑφάντης weaver masc gen pl ὑφαντός woven fem gen pl ὑφαντός woven masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάνταις — ὑφάντης weaver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάντην — ὑφάντης weaver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάντου — ὑφάντης weaver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφάντῃ — ὑφάντης weaver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”